χερόπλακτος

χερόπλακτος
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με χτύπημα τού χεριού («χερόπλακτοι δ' ἐν στέρνοισι πεσοῡνται δοῡποι», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χερ- τής λ. χείρ* (βλ. και λ., χειρ[ο]-) + -πλακτός δωρ. τ. τού -πληκτος (< πλήσσω / πλάττω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”